- δαῖμα
- δαῖμα· σπιθαμήν, καὶ τὸ ἔγκωλον τοῦ σχοινίου, στήμονα δὲ (i. e. δίασμα) Ταραντῖνοι, Hsch. [full] δαιμοδία· ἡ τῶν ἀρίστων ἐπιβολή, Id. [full] δαιμοί· οἱ καταδικασθέντες τὰς οὐσίας εἰς βασιλέως, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.